Anonymous

μαγεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰγεύς''': έως, ὁ, ([[μάσσω]]) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», [[Πολυδ]]. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.
|lstext='''μᾰγεύς''': έως, ὁ, ([[μάσσω]]) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», [[Πολυδ]]. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.
}}
{{bailly
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />qui essuie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάσσω]].
}}
}}