3,277,286
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαινόλης''': -ου, ὁ, μαινόμενος, [[παράφρων]], τρελλός, μαινόλᾳ θυμῷ Σαπφὼ 1. 18· [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Κλήμ. Ἀλ. 11, πρβλ. 3· - θηλ. [[μαινόλις]], μὴ ἀπαντῶν ἐν τῇ γεν. (ἔχομεν δὲ καὶ ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. μαινόλεις παρὰ μεταγενεστέροις, Λοβεκ. Παραλ. 267), διάνοιαν μαινόλιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 109· [[ἀσέβεια]] μ. Εὐρ. Ὀρ. 823. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων μανίαν, ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 462Α. (Ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]], ὡς τὸ [[φαινόλης]] ἐκ τοῦ φαίνομαι). | |lstext='''μαινόλης''': -ου, ὁ, μαινόμενος, [[παράφρων]], τρελλός, μαινόλᾳ θυμῷ Σαπφὼ 1. 18· [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Κλήμ. Ἀλ. 11, πρβλ. 3· - θηλ. [[μαινόλις]], μὴ ἀπαντῶν ἐν τῇ γεν. (ἔχομεν δὲ καὶ ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. μαινόλεις παρὰ μεταγενεστέροις, Λοβεκ. Παραλ. 267), διάνοιαν μαινόλιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 109· [[ἀσέβεια]] μ. Εὐρ. Ὀρ. 823. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων μανίαν, ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 462Α. (Ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]], ὡς τὸ [[φαινόλης]] ἐκ τοῦ φαίνομαι). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui agite d’un transport furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μαίνομαι]]. | |||
}} | }} |