Anonymous

μαινόλης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαινόλης''': -ου, ὁ, μαινόμενος, [[παράφρων]], τρελλός, μαινόλᾳ θυμῷ Σαπφὼ 1. 18· [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Κλήμ. Ἀλ. 11, πρβλ. 3· - θηλ. [[μαινόλις]], μὴ ἀπαντῶν ἐν τῇ γεν. (ἔχομεν δὲ καὶ ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. μαινόλεις παρὰ μεταγενεστέροις, Λοβεκ. Παραλ. 267), διάνοιαν μαινόλιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 109· [[ἀσέβεια]] μ. Εὐρ. Ὀρ. 823. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων μανίαν, ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 462Α. (Ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]], ὡς τὸ [[φαινόλης]] ἐκ τοῦ φαίνομαι).
|lstext='''μαινόλης''': -ου, ὁ, μαινόμενος, [[παράφρων]], τρελλός, μαινόλᾳ θυμῷ Σαπφὼ 1. 18· [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Κλήμ. Ἀλ. 11, πρβλ. 3· - θηλ. [[μαινόλις]], μὴ ἀπαντῶν ἐν τῇ γεν. (ἔχομεν δὲ καὶ ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. μαινόλεις παρὰ μεταγενεστέροις, Λοβεκ. Παραλ. 267), διάνοιαν μαινόλιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 109· [[ἀσέβεια]] μ. Εὐρ. Ὀρ. 823. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων μανίαν, ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 462Α. (Ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]], ὡς τὸ [[φαινόλης]] ἐκ τοῦ φαίνομαι).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui agite d’un transport furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μαίνομαι]].
}}
}}