3,277,227
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαρτιχόρας''': ὁ, τὸ Περσικὸν mard-khora, ὁ [[ἀνθρωποφάγος]], μυθῶδες [[ζῷον]] μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Κτησίου, καὶ ὡς φαίνεται σύνθετον ἐκ λέοντος, ὕστριχος καὶ σκορπίου μετ’ ἀνθρωπίνης κεφαλῆς, Κτησ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53· ἴδε Η. Η. Wilson on Ctesias σ. 39. Παρ’ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὑπάρχει διάφ. γραφ. [[μαντιχώρας]], καὶ ὁ Calpurn. Ecl. 7. 59 ἔχει manticŏra. | |lstext='''μαρτιχόρας''': ὁ, τὸ Περσικὸν mard-khora, ὁ [[ἀνθρωποφάγος]], μυθῶδες [[ζῷον]] μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Κτησίου, καὶ ὡς φαίνεται σύνθετον ἐκ λέοντος, ὕστριχος καὶ σκορπίου μετ’ ἀνθρωπίνης κεφαλῆς, Κτησ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53· ἴδε Η. Η. Wilson on Ctesias σ. 39. Παρ’ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὑπάρχει διάφ. γραφ. [[μαντιχώρας]], καὶ ὁ Calpurn. Ecl. 7. 59 ἔχει manticŏra. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />tigre, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à l’iranien : v-perse martiya « homme », <i>avest.</i> xar « dévorer », <i>pers.</i> mardon-xar « mangeur d’hommes ». | |||
}} | }} |