Anonymous

λυπρότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυπρότης''': -ητος, ἡ, [[ἀθλιότης]], τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.
|lstext='''λυπρότης''': -ητος, ἡ, [[ἀθλιότης]], τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />maigreur du sol.<br />'''Étymologie:''' [[λυπρός]].
}}
}}