Anonymous

μαλακογνώμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκογνώμων''': -ον, μαλακὸς τὴν γνώμην, τὴν διάθεσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 188, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 82.
|lstext='''μᾰλᾰκογνώμων''': -ον, μαλακὸς τὴν γνώμην, τὴν διάθεσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 188, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 82.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />au caractère doux, facile.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]], [[γνώμη]].
}}
}}