Anonymous

λιαρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιᾰρός''': -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), [[θερμός]], [[ὑπόθερμος]], [[αἷμα]], [[ὕδωρ]] Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· [[οὖρος]] λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς [[ἄνεμος]], Ε. 268· [[ὕπνος]] λ., [[ἥσυχος]], [[ἤρεμος]], [[ἀμβρόσιος]], Ἰλ. Ξ. 164· ― [[οὕτως]] ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.
|lstext='''λιᾰρός''': -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), [[θερμός]], [[ὑπόθερμος]], [[αἷμα]], [[ὕδωρ]] Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· [[οὖρος]] λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς [[ἄνεμος]], Ε. 268· [[ὕπνος]] λ., [[ἥσυχος]], [[ἤρεμος]], [[ἀμβρόσιος]], Ἰλ. Ξ. 164· ― [[οὕτως]] ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> chaud, tiède (sang, eau, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> doux, agréable.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[χλιαρός]].
}}
}}