Anonymous

λύγξ: Difference between revisions

From LSJ
292 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λύγξ''': ὁ, ἡ, γεν. λυγκὸς (λύγγα ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 855 [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ λύγκα)· σαρκοφάγον τι [[ζῷον]], Felis lynx, Ὁμ. Ὕμν. 18. 24· βαλιαὶ λύγκες Εὐρ. Ἄλκ. 579, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33, κτλ. (Ἀρχ. Γερμ. luhs, Γερμ. luchs, Λιθ. luszis). - Πρβλ. Ἡρῳδιαν. Β΄, 758. 32.
|lstext='''λύγξ''': ὁ, ἡ, γεν. λυγκὸς (λύγγα ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 855 [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ λύγκα)· σαρκοφάγον τι [[ζῷον]], Felis lynx, Ὁμ. Ὕμν. 18. 24· βαλιαὶ λύγκες Εὐρ. Ἄλκ. 579, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33, κτλ. (Ἀρχ. Γερμ. luhs, Γερμ. luchs, Λιθ. luszis). - Πρβλ. Ἡρῳδιαν. Β΄, 758. 32.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>γκός (ὁ) :<br />lynx, loup cervier, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Λυχ, briller, à cause des yeux perçants du lynx.<br /><span class="bld">2</span>γγός (ἡ) :<br />hoquet.<br />'''Étymologie:''' R. Λυγ, sangloter.
}}
}}