Anonymous

μεθήμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθήμων''': -ον, γεν. ονος, ([[μεθίημι]]) [[ἄφροντις]], [[ἀμελής]], [[ἀμέριμνος]], Ἰλ. Β. 241, Ὀδ. Ζ. 25, ἐπὶ ἀνθρώπων· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 61. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεθήμων]]· [[προδότης]]. [[ἀμελής]]».
|lstext='''μεθήμων''': -ον, γεν. ονος, ([[μεθίημι]]) [[ἄφροντις]], [[ἀμελής]], [[ἀμέριμνος]], Ἰλ. Β. 241, Ὀδ. Ζ. 25, ἐπὶ ἀνθρώπων· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 61. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεθήμων]]· [[προδότης]]. [[ἀμελής]]».
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />négligent, nonchalant.<br />'''Étymologie:''' [[μεθίημι]].
}}
}}