Anonymous

μεγαλότολμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλότολμος''': -ον, ὁ μεγάλα τολμῶν, [[τολμηρός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Λουκ. Ἀλέξ. 8· ― Ἐπίρρ. -μως, Νικήτ. Παφλ. Ἐγκ. εἰς Ἅγ. Εὐστ. σ. 54.
|lstext='''μεγᾰλότολμος''': -ον, ὁ μεγάλα τολμῶν, [[τολμηρός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Λουκ. Ἀλέξ. 8· ― Ἐπίρρ. -μως, Νικήτ. Παφλ. Ἐγκ. εἰς Ἅγ. Εὐστ. σ. 54.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une grande hardiesse, audacieux.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[τόλμα]].
}}
}}