Anonymous

μεγαλήνωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) [[λίαν]] [[ἀνδρικός]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλόψυχος]], [[ἀνδρεῖος]], ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. [[μεγαλόφρων]]· - [[ὑψηλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.
|lstext='''μεγᾰλήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) [[λίαν]] [[ἀνδρικός]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλόψυχος]], [[ἀνδρεῖος]], ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. [[μεγαλόφρων]]· - [[ὑψηλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> confiant en soi;<br /><b>2</b> orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἀνήρ]].
}}
}}