3,277,121
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μείλια''': -ίων, τά, ([[μειλίσσω]], [[μείλιχος]]) τὰ μειλίσσοντα, εὐμενῆ ποιοῦντα τὸν ἄνθρωπον, ἰδίως ἐπὶ δώρων, ἐγὼ δ’ ἐπὶ [[μείλια]] δώσω, ἐγὼ δὲ ἐπιδώσω [[μείλια]], δηλ. δῶρα λαμπρά, ἐπὶ προικὸς (ἀλλ. [[ἐπιμείλια]]), Ἰλ. Ι. 147, 289· [[οὕτως]] ἐπὶ παιγνιδίων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 146. ΙΙ. ἱλαστήρια δῶρα, [[αὐτόθι]] Δ. 1549. ΙΙΙ. σπανίως καθ’ ἑνικόν, [[μείλιον]] ἀπλοίας, τὸ συντελοῦν πρὸς παῦσιν τῆς κακοκαιρίας τῆς κωλυούσης τὸν πλοῦν, Καλλ. εἰς Ἀρτ. 230, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Ἀνθ. Π. 6. 75. | |lstext='''μείλια''': -ίων, τά, ([[μειλίσσω]], [[μείλιχος]]) τὰ μειλίσσοντα, εὐμενῆ ποιοῦντα τὸν ἄνθρωπον, ἰδίως ἐπὶ δώρων, ἐγὼ δ’ ἐπὶ [[μείλια]] δώσω, ἐγὼ δὲ ἐπιδώσω [[μείλια]], δηλ. δῶρα λαμπρά, ἐπὶ προικὸς (ἀλλ. [[ἐπιμείλια]]), Ἰλ. Ι. 147, 289· [[οὕτως]] ἐπὶ παιγνιδίων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 146. ΙΙ. ἱλαστήρια δῶρα, [[αὐτόθι]] Δ. 1549. ΙΙΙ. σπανίως καθ’ ἑνικόν, [[μείλιον]] ἀπλοίας, τὸ συντελοῦν πρὸς παῦσιν τῆς κακοκαιρίας τῆς κωλυούσης τὸν πλοῦν, Καλλ. εἰς Ἀρτ. 230, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Ἀνθ. Π. 6. 75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[μείλιον]]. | |||
}} | }} |