3,274,816
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοψῡχία''': ἡ, [[ἀρετὴ]] μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· [[ὡσαύτως]], παραπλησίως τῷ [[μεγαλοπρέπεια]], Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπερηφανία]], [[ὑπεροψία]], Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἀφροσύνη]], «δογκιχωτισμός». | |lstext='''μεγᾰλοψῡχία''': ἡ, [[ἀρετὴ]] μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· [[ὡσαύτως]], παραπλησίως τῷ [[μεγαλοπρέπεια]], Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπερηφανία]], [[ὑπεροψία]], Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἀφροσύνη]], «δογκιχωτισμός». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> magnanimité;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλόψυχος]]. | |||
}} | }} |