Anonymous

μελίφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, [[εὐχάριστος]], [[τερπνός]], [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] Ἰλ. Β. 34· [[οἶνον]] μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 428· [[νόστος]] Σιμωνίδ. 120· [[σκόλιον]] Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.
|lstext='''μελίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, [[εὐχάριστος]], [[τερπνός]], [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] Ἰλ. Β. 34· [[οἶνον]] μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 428· [[νόστος]] Σιμωνίδ. 120· [[σκόλιον]] Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ονος;<br />doux comme le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[φρήν]].
}}
}}