Anonymous

μελάγχιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάγχῐμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μέλας]], [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], γυῖα, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719, 745· φάρη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 11· πέπλοι, ὄϊς Εὐρ. Φοίν. 371, Ἠλ. 513· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μ. νὺξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 301 ― τὰ μελάγχιμα, μαῦραι κηλῖδες ἐπὶ τῆς χιόνος, Ξεν. Κυν. 8, 1, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 66. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. δύσχιμος.
|lstext='''μελάγχῐμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μέλας]], [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], γυῖα, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719, 745· φάρη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 11· πέπλοι, ὄϊς Εὐρ. Φοίν. 371, Ἠλ. 513· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μ. νὺξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 301 ― τὰ μελάγχιμα, μαῦραι κηλῖδες ἐπὶ τῆς χιόνος, Ξεν. Κυν. 8, 1, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 66. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. δύσχιμος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />noir, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], -χιμος ; cf. [[δύσχιμος]].
}}
}}