Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστίω''': ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[μαστίζω]], μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία [[ἀμφοτέρωθεν]] μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία [[ἀμφοτέρωθεν]], Ἰλ. Υ. 171.
|lstext='''μαστίω''': ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[μαστίζω]], μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία [[ἀμφοτέρωθεν]] μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία [[ἀμφοτέρωθεν]], Ἰλ. Υ. 171.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. impér. 2ᵉ sg.</i> μάστιε <i>et impf. 3ᵉ sg.</i> ἐμάστιε;<br />fouetter;<br /><i><b>Moy.</b></i> μαστίομαι <i>(seul. prés.)</i> se fouetter (avec sa queue, <i>en parl. d’un lion</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μάστις]].
}}
}}