Anonymous

μάταιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάταιος''': -α, -ον, Αἰσχύλ. Πρ. 329, Θήβ. 442, Ἀγ. 421, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ος, ον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1151, Χο. 82, Εὐμ. 337, Σοφ. Ο. Κ. 780, Εὐρ. Ι. Τ. 628, Πλάτ. Σοφ. 231Β, Δημ. 14. 10· ([[μάτη]])· ― ὡς τὸ Λατ. vanus, Ι. [[μάταιος]], [[ἀνωφελής]], [[κενός]]· καὶ [[ταῦτα]], 1) ἐπὶ λόγων, πράξεων κττ., Θέογν. 141, 487, 492, Τραγ., κτλ.· μ. λόγοι, ἀνωφελεῖς, ἀπερίσκεπτοι λόγοι, Ἡρόδ. 7. 10, 7· μ. [[ἔπος]] 3. 120· μ. ἔπη 7. 11, κ. ἀλλ.· οὕτω, δόξαι φέρουσαι [[χάριν]] μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 421· μ. ὑλάγματα [[αὐτόθι]] 1672, πρβλ. Θήβ. 280· μάταια βάζειν τινὰ Εὐρ. Ἱππ. 199· μ. τι δρᾶν τινα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 662· μ. ἂν εἴη [[πόνος]] Πλάτ. Τίμ. 40D· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μ. [[ἔπος]], προσβλητικὸς [[λόγος]], Ἡρόδ. 3. 120. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[κενός]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], ματαιότεροι νόον Θέογν. 1025· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 173, Πινδ. Π. 3. 37, Σοφ. Τρ. 863, 888, κτλ.· οὐδενὸς [[ἄξιος]], μωρὸς καὶ [[αὐθάδης]], ἄγοιτ’ ἂν μάταιον ἄνδρ’ ἐκποδὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1339. ΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ., [[ἀπερίσκεπτος]], [[ὁρμητικός]], [[ἀσεβής]], [[βέβηλος]], μ. [[γλῶσσα]] Πρ. 329, Ἀγ. 1662· φρονήματα Θήβ. 438· αὐτουργίαι μ., ἐπὶ μητροκτονίας καὶ τῶν τοιούτων, Εὐμ. 336· χαρὰ μ., [[ἄφρων]] [[εὐθυμία]], Θήβ. 442· μ. ἀνοσίων τε κνωδάλων Ἱκέτ. 762· τὸ μὴ μάταιον, τὸ σοβαρόν, ἡ [[σπουδαιότης]], [[σοβαρότης]], [[αὐτόθι]] 198· ― οὕτω, ματαίαις χερσὶ ψαύειν Σοφ. Τρ. 565. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, εἰκῇ, [[ἄνευ]] λόγου, [[αὐτόθι]] 940, Εὐρ. Ἀποσπ. 900.
|lstext='''μάταιος''': -α, -ον, Αἰσχύλ. Πρ. 329, Θήβ. 442, Ἀγ. 421, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ος, ον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1151, Χο. 82, Εὐμ. 337, Σοφ. Ο. Κ. 780, Εὐρ. Ι. Τ. 628, Πλάτ. Σοφ. 231Β, Δημ. 14. 10· ([[μάτη]])· ― ὡς τὸ Λατ. vanus, Ι. [[μάταιος]], [[ἀνωφελής]], [[κενός]]· καὶ [[ταῦτα]], 1) ἐπὶ λόγων, πράξεων κττ., Θέογν. 141, 487, 492, Τραγ., κτλ.· μ. λόγοι, ἀνωφελεῖς, ἀπερίσκεπτοι λόγοι, Ἡρόδ. 7. 10, 7· μ. [[ἔπος]] 3. 120· μ. ἔπη 7. 11, κ. ἀλλ.· οὕτω, δόξαι φέρουσαι [[χάριν]] μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 421· μ. ὑλάγματα [[αὐτόθι]] 1672, πρβλ. Θήβ. 280· μάταια βάζειν τινὰ Εὐρ. Ἱππ. 199· μ. τι δρᾶν τινα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 662· μ. ἂν εἴη [[πόνος]] Πλάτ. Τίμ. 40D· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μ. [[ἔπος]], προσβλητικὸς [[λόγος]], Ἡρόδ. 3. 120. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[κενός]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], ματαιότεροι νόον Θέογν. 1025· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 173, Πινδ. Π. 3. 37, Σοφ. Τρ. 863, 888, κτλ.· οὐδενὸς [[ἄξιος]], μωρὸς καὶ [[αὐθάδης]], ἄγοιτ’ ἂν μάταιον ἄνδρ’ ἐκποδὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1339. ΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ., [[ἀπερίσκεπτος]], [[ὁρμητικός]], [[ἀσεβής]], [[βέβηλος]], μ. [[γλῶσσα]] Πρ. 329, Ἀγ. 1662· φρονήματα Θήβ. 438· αὐτουργίαι μ., ἐπὶ μητροκτονίας καὶ τῶν τοιούτων, Εὐμ. 336· χαρὰ μ., [[ἄφρων]] [[εὐθυμία]], Θήβ. 442· μ. ἀνοσίων τε κνωδάλων Ἱκέτ. 762· τὸ μὴ μάταιον, τὸ σοβαρόν, ἡ [[σπουδαιότης]], [[σοβαρότης]], [[αὐτόθι]] 198· ― οὕτω, ματαίαις χερσὶ ψαύειν Σοφ. Τρ. 565. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, εἰκῇ, [[ἄνευ]] λόγου, [[αὐτόθι]] 940, Εὐρ. Ἀποσπ. 900.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> vain, sans valeur;<br /><b>2</b> vain, sot, frivole, futile;<br /><b>3</b> qui se trompe, sans raison ; faux;<br /><b>4</b> vain, orgueilleux, insolent;<br /><b>5</b> impie.<br />'''Étymologie:''' [[μάτη]].
}}
}}