3,277,719
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μεγαρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ [[Μέγαρα]] ἢ τοὺς Μεγαρεῖς, Ἀριστοφ. κτλ.· Μεγαρικοὶ κέραμοι, καὶ κατὰ τὴν ἐμπορικὴν γλῶσσαν, Μεγαρικά, σκεύη πήλινα ἐκ Μεγάρων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, κτλ.· - Μεγαρικοί, οἱ, φιλόσοφοι τῆς Μεγαρικῆς σχολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 1, ἴδε Διογ. Λ. 2. κεφ. 10· - θηλυκ. Μεγαρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ Μεγαρικὴ [[χώρα]], Θουκ. 2. 31, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μεγαρικαὶ σφίγγες· Καλλίας πόρνας τινὰς [[οὕτως]] εἴρηκεν». | |lstext='''Μεγαρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ [[Μέγαρα]] ἢ τοὺς Μεγαρεῖς, Ἀριστοφ. κτλ.· Μεγαρικοὶ κέραμοι, καὶ κατὰ τὴν ἐμπορικὴν γλῶσσαν, Μεγαρικά, σκεύη πήλινα ἐκ Μεγάρων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, κτλ.· - Μεγαρικοί, οἱ, φιλόσοφοι τῆς Μεγαρικῆς σχολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 1, ἴδε Διογ. Λ. 2. κεφ. 10· - θηλυκ. Μεγαρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ Μεγαρικὴ [[χώρα]], Θουκ. 2. 31, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μεγαρικαὶ σφίγγες· Καλλίας πόρνας τινὰς [[οὕτως]] εἴρηκεν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de Mégare ; ἡ Μεγαρική ([[γῆ]]) la Mégaride.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]]. | |||
}} | }} |