Anonymous

μεμηχανημένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμηχᾰνημένως''': Ἐπίρρ., ([[μηχανάομαι]]) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.
|lstext='''μεμηχᾰνημένως''': Ἐπίρρ., ([[μηχανάομαι]]) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.
}}
}}