Anonymous

λιθόσπερμον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθόσπερμον''': τό, [[φυτόν]] τι ἔχον φύλλα ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα, [[σπέρμα]] δὲ λιθῶδες ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον, gromuell, Διοσκ. 3. 158, Γαλην., Πλίν.
|lstext='''λῐθόσπερμον''': τό, [[φυτόν]] τι ἔχον φύλλα ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα, [[σπέρμα]] δὲ λιθῶδες ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον, gromuell, Διοσκ. 3. 158, Γαλην., Πλίν.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lithosperme, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[σπέρμα]].
}}
}}