Anonymous

μελάναιγις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάναιγῐς''': -ιδος, ὁ καὶ ἡ˙ - ὁ ἔχων μέλαιναν αἰγίδα, ἐπίθ. τῆς Ἐρινύος, Αἰσχύλ. Θήβ. 699˙ ἐπὶ τοῦ Διονύσου ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 2. 35, 1, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 518. 54. ΙΙ. [[οἶνος]] μ., δηλ. βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος, Πλούτ. 2. 692 Ε.
|lstext='''μελάναιγῐς''': -ιδος, ὁ καὶ ἡ˙ - ὁ ἔχων μέλαιναν αἰγίδα, ἐπίθ. τῆς Ἐρινύος, Αἰσχύλ. Θήβ. 699˙ ἐπὶ τοῦ Διονύσου ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 2. 35, 1, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 518. 54. ΙΙ. [[οἶνος]] μ., δηλ. βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος, Πλούτ. 2. 692 Ε.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> à la noire égide;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui soulève de noirs tourbillons.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[αἰγίς]].
}}
}}