3,258,246
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνόζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, μελανόζυγ’ ἄταν, ὄλεθρον μὲ μέλανα θρανία, δηλαδ. [[πλοῖον]] μὲ μέλανας (Αἰγυπτίους) ἐρέτας, πρβλ. 719, 745, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[μελάμπους]], [[μελανοσυρμαῖος]]. | |lstext='''μελᾰνόζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, μελανόζυγ’ ἄταν, ὄλεθρον μὲ μέλανα θρανία, δηλαδ. [[πλοῖον]] μὲ μέλανας (Αἰγυπτίους) ἐρέτας, πρβλ. 719, 745, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[μελάμπους]], [[μελανοσυρμαῖος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />aux noirs bancs de rameurs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[ζυγόν]]. | |||
}} | }} |