3,277,040
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[τρέχω]] κατόπιν τινός, [[διώκω]], «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως [[μετὰ]] δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. [[διατρέχω]], [[περιτρέχω]], τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[περιέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 6, 25. | |lstext='''μεταθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[τρέχω]] κατόπιν τινός, [[διώκω]], «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως [[μετὰ]] δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. [[διατρέχω]], [[περιτρέχω]], τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[περιέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 6, 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=courir après, poursuivre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[θέω]]. | |||
}} | }} |