Anonymous

μεταθέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[τρέχω]] κατόπιν τινός, [[διώκω]], «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως [[μετὰ]] δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. [[διατρέχω]], [[περιτρέχω]], τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[περιέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 6, 25.
|lstext='''μεταθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[τρέχω]] κατόπιν τινός, [[διώκω]], «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως [[μετὰ]] δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. [[διατρέχω]], [[περιτρέχω]], τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[περιέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 6, 25.
}}
{{bailly
|btext=courir après, poursuivre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[θέω]].
}}
}}