Anonymous

μετανάστης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετανάστης''': -ου, ὁ, ([[ναίω]], [[ἔνασσα]]) ὁ ἐκ τῆς πατρίδος του εἰς ξένην χώραν μεταναστεύσας, [[ξένος]], [[μέτοικος]], [[πλάνης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπιχώριον· συνήθως ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, ὡς ἡ Σκωτικὴ land-louper, [[ἀτίμητος]] μ. Ἰλ. Ι. 648, Π. 59, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 9· ― ἐν Ἡροδ. 7. 161 οἱ Ἀθηναῖοι καυχῶνται ὡς ὄντες μοῦνοι τῶν Ἑλλήνων οὐ μετανάσται, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θουκ. 2. 36· ― [[μετὰ]] γεν., πάτρης μ. Μανέθων 2. 420· πρβλ. ἀλαζών· παρὰ Θ. Σιμοκάτᾳ (Ἱστ. 5, 2 § 2) [[μέτοχος]], τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων [[μετανάστης]] γενόμενος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πλανητῶν, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας, Ἄρατ. 457. ― Ἐντεῦθεν ἀνώμαλ. θηλυκὸν μετανάστρια, σκοπέλων μετανάστρια [[πέρδιξ]] Ἀνθ. Π. 7. 204.
|lstext='''μετανάστης''': -ου, ὁ, ([[ναίω]], [[ἔνασσα]]) ὁ ἐκ τῆς πατρίδος του εἰς ξένην χώραν μεταναστεύσας, [[ξένος]], [[μέτοικος]], [[πλάνης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπιχώριον· συνήθως ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, ὡς ἡ Σκωτικὴ land-louper, [[ἀτίμητος]] μ. Ἰλ. Ι. 648, Π. 59, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 9· ― ἐν Ἡροδ. 7. 161 οἱ Ἀθηναῖοι καυχῶνται ὡς ὄντες μοῦνοι τῶν Ἑλλήνων οὐ μετανάσται, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θουκ. 2. 36· ― [[μετὰ]] γεν., πάτρης μ. Μανέθων 2. 420· πρβλ. ἀλαζών· παρὰ Θ. Σιμοκάτᾳ (Ἱστ. 5, 2 § 2) [[μέτοχος]], τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων [[μετανάστης]] γενόμενος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πλανητῶν, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας, Ἄρατ. 457. ― Ἐντεῦθεν ἀνώμαλ. θηλυκὸν μετανάστρια, σκοπέλων μετανάστρια [[πέρδιξ]] Ἀνθ. Π. 7. 204.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui change de demeure <i>ou</i> de pays, émigré, exilé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]].
}}
}}