Anonymous

ματία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰτία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[μάτη]]) ματαία [[ἐπιχείρησις]], [[ἀνωφελής]], [[ἄκαρπος]] [[ἐπιχείρησις]], ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― [[ἀφροσύνη]], [[πλάνη]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.
|lstext='''μᾰτία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[μάτη]]) ματαία [[ἐπιχείρησις]], [[ἀνωφελής]], [[ἄκαρπος]] [[ἐπιχείρησις]], ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― [[ἀφροσύνη]], [[πλάνη]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> entreprise vaine;<br /><b>2</b> erreur, folie.<br />'''Étymologie:''' [[μάτη]].
}}
}}