Anonymous

μεγιστότιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγιστότῑμος''': -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, [[ἔντιμος]], Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.
|lstext='''μεγιστότῑμος''': -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, [[ἔντιμος]], Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très honoré.<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]], [[τιμή]].
}}
}}