Anonymous

μετάγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάγω''': [ᾰ]: μέλλ. -άξω, [[μεταφέρω]] ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., [[μᾶλλον]] ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., [[ὑπάγω]] δι’ ἄλλης ὁδοῦ, [[μεταβάλλω]] δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8.
|lstext='''μετάγω''': [ᾰ]: μέλλ. -άξω, [[μεταφέρω]] ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., [[μᾶλλον]] ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., [[ὑπάγω]] δι’ ἄλλης ὁδοῦ, [[μεταβάλλω]] δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μετάξω, <i>ao.2</i> μετήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> transporter, transférer;<br /><b>2</b> faire la conduite à qqn en le suivant : στρατόν XÉN suivre une armée de près.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἄγω]].
}}
}}