Anonymous

μετανίστημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετανίστημι''': μέλλ. -αναστήσω, μετακινῶ τινα ἐκ τῆς χώρας του, ἢ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἐγκαταλίπῃ τὴν χώραν του καὶ μετοικήσῃ, Πολύβ. 3. 5, 5, κτλ. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀφίνω τὸν τόπον μου καὶ πορεύομαι εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταναστεύω]], Θουκ. 1. 12., 3. 114, Σοφ. Ο. Κ. 175· ἐς τόπον Ἡρόδ. 9. 51, Διόδ., κτλ.· [[πρός]] τινα Φίλων 2. 612. μ. Πελοποννήσου, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ ἐκ..., Κόνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 141. 2.
|lstext='''μετανίστημι''': μέλλ. -αναστήσω, μετακινῶ τινα ἐκ τῆς χώρας του, ἢ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἐγκαταλίπῃ τὴν χώραν του καὶ μετοικήσῃ, Πολύβ. 3. 5, 5, κτλ. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀφίνω τὸν τόπον μου καὶ πορεύομαι εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταναστεύω]], Θουκ. 1. 12., 3. 114, Σοφ. Ο. Κ. 175· ἐς τόπον Ἡρόδ. 9. 51, Διόδ., κτλ.· [[πρός]] τινα Φίλων 2. 612. μ. Πελοποννήσου, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ ἐκ..., Κόνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 141. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταναστήσω, <i>ao.2</i> μετανανέστην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr., excepté à l’ao.2 et au pf.</i> déplacer, chasser, bannir;<br /><b>2</b> <i>intr. à l’ao.2, au pf. et pqp.</i> se déplacer, s’expatrier, émigrer : [[ἐς]] τόπον HDT dans un lieu ; [[παρά]] τινα THC se réfugier auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀνίστημι]].
}}
}}