Anonymous

μετοχή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοχή''': ἡ, ([[μετέχω]]) τὸ μετέχειν, [[μέθεξις]], [[κοινωνία]], Ἡρόδ. 1. 144, Ἐπ. Πλάτ. 345Α· κατὰ μετοχήν, [[ἕνεκα]] ἑνότητος μετά τινος ἄλλου, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 11· [[μετὰ]] γεν., συμετοχὴ ἔν τινι, καὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων πάντων Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 13, πρβλ. 2554. 25. 2) = [[συνάφεια]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΚΒ΄, 3). 3) παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι, γῆ κατεχομένη κοινῶς παρὰ πολλῶν. ΙΙ. ὁ γνωστὸς γραμματικὸς [[τύπος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Εὐστ. 138, 19, κλ.
|lstext='''μετοχή''': ἡ, ([[μετέχω]]) τὸ μετέχειν, [[μέθεξις]], [[κοινωνία]], Ἡρόδ. 1. 144, Ἐπ. Πλάτ. 345Α· κατὰ μετοχήν, [[ἕνεκα]] ἑνότητος μετά τινος ἄλλου, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 11· [[μετὰ]] γεν., συμετοχὴ ἔν τινι, καὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων πάντων Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 13, πρβλ. 2554. 25. 2) = [[συνάφεια]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΚΒ΄, 3). 3) παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι, γῆ κατεχομένη κοινῶς παρὰ πολλῶν. ΙΙ. ὁ γνωστὸς γραμματικὸς [[τύπος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Εὐστ. 138, 19, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> participation, communauté;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> ἡ [[μετοχή]] ([[ἔγκλισις]]) le participe.<br />'''Étymologie:''' [[μετέχω]].
}}
}}