Anonymous

μηδέπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηδέπω''': ἐπίρρ., ὄχι ἀκόμη, [[εἶναι]] δόκει σοι [[μηδέπω]] ’ν προοιμίοις, [[μηδὲ]] εἰς τὰ προοίμια ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 741, Πέρσ. 435. κτλ.
|lstext='''μηδέπω''': ἐπίρρ., ὄχι ἀκόμη, [[εἶναι]] δόκει σοι [[μηδέπω]] ’ν προοιμίοις, [[μηδὲ]] εἰς τὰ προοίμια ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 741, Πέρσ. 435. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />pas encore, pas une fois.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[πώ]].
}}
}}