Anonymous

μεγιστόπολις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγιστόπολις''': ι, καθιστῶν τὰς πόλεις μεγίστας ἢ εὐδαιμονεστάτας, Ἁσυχία, μ. [[θυγάτηρ]] Δίκης Πινδ. Π. 8. 2.
|lstext='''μεγιστόπολις''': ι, καθιστῶν τὰς πόλεις μεγίστας ἢ εὐδαιμονεστάτας, Ἁσυχία, μ. [[θυγάτηρ]] Δίκης Πινδ. Π. 8. 2.
}}
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιος, <i>att.</i> εως;<br />qui rend les cités puissantes.<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]], [[πόλις]].
}}
}}