3,274,313
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετακύμιος''': -ον, ([[κῦμα]]) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης, [[εἴθε]], ὦ [[Παιάν]], νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων [[διάστημα]], Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C. | |lstext='''μετακύμιος''': -ον, ([[κῦμα]]) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης, [[εἴθε]], ὦ [[Παιάν]], νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων [[διάστημα]], Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui sépare <i>ou</i> écarte les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κῦμα]]. | |||
}} | }} |