Anonymous

μεταπηδάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπηδάω''': πηδῶ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τόπου εἰς τὸν ἕτερον, πηδῶ ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 36. ΙΙ. πηδῶ [[μεταξύ]], τισι Ἀππ. Ἀννιβαλικ. 23.
|lstext='''μεταπηδάω''': πηδῶ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τόπου εἰς τὸν ἕτερον, πηδῶ ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 36. ΙΙ. πηδῶ [[μεταξύ]], τισι Ἀππ. Ἀννιβαλικ. 23.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />sauter d’un endroit à un autre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πηδάω]].
}}
}}