Anonymous

μεριμνητής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεριμνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν [[περί]] τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».
|lstext='''μεριμνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν [[περί]] τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se préoccupe de, qui médite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]].
}}
}}