Anonymous

μεταλλακτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλακτός''': -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
|lstext='''μεταλλακτός''': -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />changé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταλλάσσω]].
}}
}}