Anonymous

μητροφθόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητροφθόρος''': -ον, ὁ φονεύων τὴν ἰδίαν μητέρα, [[μητροκτόνος]], Ἀνθ. Π. 9. 498. 2) ὁ ἐλθὼν εἰς σαρκικὴν μῖξιν [[μετὰ]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] μητρός, Ἀγαθ. 134, 8.
|lstext='''μητροφθόρος''': -ον, ὁ φονεύων τὴν ἰδίαν μητέρα, [[μητροκτόνος]], Ἀνθ. Π. 9. 498. 2) ὁ ἐλθὼν εἰς σαρκικὴν μῖξιν [[μετὰ]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] μητρός, Ἀγαθ. 134, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui souille sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[φθείρω]].
}}
}}