Anonymous

μετεισάμενος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετεισάμενος''': Ἐπικ. μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ [[μέτειμι]] ([[εἶμι]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μετεισάμενος]]· ἐφορμήσας».
|lstext='''μετεισάμενος''': Ἐπικ. μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ [[μέτειμι]] ([[εἶμι]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μετεισάμενος]]· ἐφορμήσας».
}}
{{bailly
|btext=v. [[μέτειμι]]².
}}
}}