3,277,243
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μήτηρ''': Δωρ. [[μάτηρ]], ἡ· [[καίπερ]] παροξύτονον ἐν τῇ ὀνομαστ., ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τονίζεται ὡς τὸ [[πατήρ]], - δηλ., γενικ. μητέρος συγκεκομμ. μητρός, δοτ. μητέρι μητρί, - ἀμφότεροι οἱ τύποι εὕρηνται παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ οἱ ἀσυναίρετοι οὐχὶ παρ’ Ἀττ., εἰ μὴ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ὡς ματέρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 539· ματέρι Σοφ. Ο. Κ. 1481 μητέρος [[ἅπαξ]] ἐν ἰάμβ. Εὐριπ. Ρῆσ. 393· αἰτ. μητέρα, μητέρας, [[οὐδέποτε]] συγκόπτονται· κλητ. μῆτερ. (Πρβλ. [[μαῖα]]· Σανσκρ. mât-a· Λατ. mat-er· Ἀρχ. Σκανδιν. mod-ir· Ἀγγλο-Σαξον. mod-er· Ἀρχ. Γερμ. muot-ar (mutter, Ἀγγλ. mother)· Ἀρχ. Σλαυ. mat-i· Λιθ. mot-i· Κελτ. math-air· - ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ Σανσκρ. mā (ποιῶ, [[κάμνω]]), M. Müller Sc. of Lang. 2. 212.) Ὡς καὶ νῦν, [[μήτηρ]], κοινῶς «μητέρα», Ὅμ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων «[[μάννα]]», Ἰλ. Ρ. 4, Ὀδ. Κ. 414· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Β. 313· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 2, κτλ.· - ἀπὸ ἢ ἐκ μητρός, ἐκ κοιλίας μητρός, ἐκ γενετῆς, Πινδ. Π. 5. 153, Αἰσχύλ. Χο. 422· ἐν τῷ πληθ., ἡ [[μήτηρ]] καὶ ἡ [[μάμμη]], Πλουτ. Ἆγις 9· - ὡς [[τύπος]] προσφωνήσεως πρὸς πρεσβύτιδας, «μαννίτσα μου», «κυρὰ [[μάννα]]», ὦ μῆτερ Διόδ. 17. 37, κτλ. 2) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πόλεως ἢ χώρας, [[μήτηρ]] μήλων, θηρῶν, [[μήτηρ]] ποιμνίων, κυνηγίου, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων Ἰλ. Β. 696., Θ. 47, κτλ.· - [[συχνάκις]] περὶ τῆς γῆς, γῆ πάντων μ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 561· πὰρ [[μέσον]] ὀμφαλὸν εὐδένδροιο... ματέρος Πινδ. Π. 4. 133· γῆ [[μήτηρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 16, κτλ.· ὧ [[γαῖα]] μῆτερ Εὐρ. Ἱππ. 601· - [[ὡσαύτως]] μόνον ἡ Μήτηρ ἀντὶ τοῦ [[Δημήτηρ]], τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄ γουσι Ἡρόδ. 8. 65· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς Ρέας, Πινδ. Π. 3. 138· ὦ Πάν..., Ματρὸς [[μεγάλης]] ὀπαδὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1355· οὕτω, μ. ὀρεία Ἀριστοφ. Ὄρν. 746. 3) [[συχνάκις]] ἐπὶ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεως, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Πινδ. Ι. 1. 1, πρβλ. Π. 8. 140, Αἰσχύλ. Θήβ. 416, Ἰσοκρ. 45C· [[ἑπομένως]], συνώνυμ. τῷ [[μητρόπολις]], Πινδ. Ο. 9. 32, πρβλ. 6. 169· ἡ Σκῦρος ἀλκίμων ἀνδρῶν μ. Σοφ. Φ. 326. II. ποιητ., ἡ ἀρχὴ ἢ [[πηγή]] τινος, μ. ἀέθλων, ἡ [[Ὀλυμπία]], Πινδ. Ο. 8. 2· [[πειθαρχία]] γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. Αἰσχύλ. Θήβ. 225· ἡ γνώμη μ. κακῶν Σοφ. Φ. 1361· [[οὕτως]] ἡ νὺξ [[εἶναι]] [[μήτηρ]] τῆς ἡμέρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 265· ἡ σταφυλὴ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 614· τὸ [[θέρος]] τοῦ βλαστοῦ τῆς ἀμπέλου, Πινδ. Ν. 5. 11· ἡ [[Ἀφροδίτη]] τῶν ἐρώτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 87· ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, ἐπὶ κακῆς φήμης, Σοφ. Αἴ. 174· πρβλ. [[μητρυιά]]. | |lstext='''μήτηρ''': Δωρ. [[μάτηρ]], ἡ· [[καίπερ]] παροξύτονον ἐν τῇ ὀνομαστ., ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τονίζεται ὡς τὸ [[πατήρ]], - δηλ., γενικ. μητέρος συγκεκομμ. μητρός, δοτ. μητέρι μητρί, - ἀμφότεροι οἱ τύποι εὕρηνται παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ οἱ ἀσυναίρετοι οὐχὶ παρ’ Ἀττ., εἰ μὴ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ὡς ματέρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 539· ματέρι Σοφ. Ο. Κ. 1481 μητέρος [[ἅπαξ]] ἐν ἰάμβ. Εὐριπ. Ρῆσ. 393· αἰτ. μητέρα, μητέρας, [[οὐδέποτε]] συγκόπτονται· κλητ. μῆτερ. (Πρβλ. [[μαῖα]]· Σανσκρ. mât-a· Λατ. mat-er· Ἀρχ. Σκανδιν. mod-ir· Ἀγγλο-Σαξον. mod-er· Ἀρχ. Γερμ. muot-ar (mutter, Ἀγγλ. mother)· Ἀρχ. Σλαυ. mat-i· Λιθ. mot-i· Κελτ. math-air· - ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ Σανσκρ. mā (ποιῶ, [[κάμνω]]), M. Müller Sc. of Lang. 2. 212.) Ὡς καὶ νῦν, [[μήτηρ]], κοινῶς «μητέρα», Ὅμ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων «[[μάννα]]», Ἰλ. Ρ. 4, Ὀδ. Κ. 414· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Β. 313· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 2, κτλ.· - ἀπὸ ἢ ἐκ μητρός, ἐκ κοιλίας μητρός, ἐκ γενετῆς, Πινδ. Π. 5. 153, Αἰσχύλ. Χο. 422· ἐν τῷ πληθ., ἡ [[μήτηρ]] καὶ ἡ [[μάμμη]], Πλουτ. Ἆγις 9· - ὡς [[τύπος]] προσφωνήσεως πρὸς πρεσβύτιδας, «μαννίτσα μου», «κυρὰ [[μάννα]]», ὦ μῆτερ Διόδ. 17. 37, κτλ. 2) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πόλεως ἢ χώρας, [[μήτηρ]] μήλων, θηρῶν, [[μήτηρ]] ποιμνίων, κυνηγίου, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων Ἰλ. Β. 696., Θ. 47, κτλ.· - [[συχνάκις]] περὶ τῆς γῆς, γῆ πάντων μ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 561· πὰρ [[μέσον]] ὀμφαλὸν εὐδένδροιο... ματέρος Πινδ. Π. 4. 133· γῆ [[μήτηρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 16, κτλ.· ὧ [[γαῖα]] μῆτερ Εὐρ. Ἱππ. 601· - [[ὡσαύτως]] μόνον ἡ Μήτηρ ἀντὶ τοῦ [[Δημήτηρ]], τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄ γουσι Ἡρόδ. 8. 65· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς Ρέας, Πινδ. Π. 3. 138· ὦ Πάν..., Ματρὸς [[μεγάλης]] ὀπαδὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1355· οὕτω, μ. ὀρεία Ἀριστοφ. Ὄρν. 746. 3) [[συχνάκις]] ἐπὶ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεως, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Πινδ. Ι. 1. 1, πρβλ. Π. 8. 140, Αἰσχύλ. Θήβ. 416, Ἰσοκρ. 45C· [[ἑπομένως]], συνώνυμ. τῷ [[μητρόπολις]], Πινδ. Ο. 9. 32, πρβλ. 6. 169· ἡ Σκῦρος ἀλκίμων ἀνδρῶν μ. Σοφ. Φ. 326. II. ποιητ., ἡ ἀρχὴ ἢ [[πηγή]] τινος, μ. ἀέθλων, ἡ [[Ὀλυμπία]], Πινδ. Ο. 8. 2· [[πειθαρχία]] γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. Αἰσχύλ. Θήβ. 225· ἡ γνώμη μ. κακῶν Σοφ. Φ. 1361· [[οὕτως]] ἡ νὺξ [[εἶναι]] [[μήτηρ]] τῆς ἡμέρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 265· ἡ σταφυλὴ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 614· τὸ [[θέρος]] τοῦ βλαστοῦ τῆς ἀμπέλου, Πινδ. Ν. 5. 11· ἡ [[Ἀφροδίτη]] τῶν ἐρώτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 87· ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, ἐπὶ κακῆς φήμης, Σοφ. Αἴ. 174· πρβλ. [[μητρυιά]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>voc.</i> μῆτερ, <i>gén.</i> μητρός, <i>dat.</i> μητρί, <i>acc.</i> μητέρα;<br /><i>plur.</i> μητέρες, μητέρων, μητρᾶσι, μητέρας (ἡ) :<br />mère <i>au pr. et au fig.</i> ; [[μήτηρ]] σεμνή, la Vénérable <i>ou</i> la Grande Mère, <i>càd</i> Rhéa (<i>qqf</i> Déméter).<br />'''Étymologie:''' R. Ma, produire <i>ou</i> nourrir ; cf. Μάϊα, <i>lat.</i> mater, etc. | |||
}} | }} |