Anonymous

μεσόλευκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσόλευκος''': -ον, [[διάλευκος]], χιτὼν [[πορφυροῦς]] [[μεσόλευκος]], χιτὼν προφυροῦς μεμιγμένος μὲ λευκὸν [[χρῶμα]], [[διάλευκος]], Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13· - [[ὡσαύτως]], μ. [[χιτών]], μόνον, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 11· [[ἐναντίον]] τῷ πορφύρεος, Ἔφιππ. παρ’ Ἀθην. 537D· πρβλ. [[μεσοπόρφυρος]].
|lstext='''μεσόλευκος''': -ον, [[διάλευκος]], χιτὼν [[πορφυροῦς]] [[μεσόλευκος]], χιτὼν προφυροῦς μεμιγμένος μὲ λευκὸν [[χρῶμα]], [[διάλευκος]], Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13· - [[ὡσαύτως]], μ. [[χιτών]], μόνον, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 11· [[ἐναντίον]] τῷ πορφύρεος, Ἔφιππ. παρ’ Ἀθην. 537D· πρβλ. [[μεσοπόρφυρος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />blanc au milieu, mêlé de blanc.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[λευκός]].
}}
}}