Anonymous

μητρίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρίς''': (δηλ. γῆ) ὁ [[τόπος]] τῆς μητρός τινος (πρβλ. [[πατρίς]]), Κρητ. λέξ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575D, Πλούτ. 2. 792Ε· [[μητρίς]] δέ τοι, οὐ [[πατρίς]] ἐστιν Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 10. 24, 2.
|lstext='''μητρίς''': (δηλ. γῆ) ὁ [[τόπος]] τῆς μητρός τινος (πρβλ. [[πατρίς]]), Κρητ. λέξ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575D, Πλούτ. 2. 792Ε· [[μητρίς]] δέ τοι, οὐ [[πατρίς]] ἐστιν Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 10. 24, 2.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[γῆ]];<br />la terre natale.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
}}