Anonymous

μηλοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλοσκόπος''': [[κορυφή]], ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.
|lstext='''μηλοσκόπος''': [[κορυφή]], ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’où l’on voit paître les troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[σκοπέω]].
}}
}}