Anonymous

μνήμη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνήμη''': ἡ, (√ ΜΝΑ, [[μνάομαι]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἐνθύμησις]], [[ἀνάμνησις]] προσώπ. ἢ πράγματος, ἀπολ. ἢ [[μετὰ]] γεν., πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 796· λείπεσθαι ἀθάνατον μν. (ἐξυπακ. [[ἑαυτοῦ]]) Ἡροδ. 4. 144· μν. ἔχειν τινὸς Σοφ. Ο. Τ. 1246, Ο. Κ. 509, κτλ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· 1110· μν. τίθεσθαί τινος, ἀναμιμνήσκεσθαι, Εὐρ. Φοίν. 1585· οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον μν. ἐποιοῦντο, τὰς ἀναμνήσεις αὐτῶν προσήρμοζον εἰς τὰ παθήματα αὐτῶν, Θουκ. 2. 54· μνήμην πεποίηκεν, [τὸν] κατέστησεν ἀξιομνημόνευτον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 4· - πληθ., μνῆμαι ἀγήρατοι Λυσ. 198. 8· κτλ. 2) τὸ μνημονικόν, ὡς [[δύναμις]] τοῦ νοῦ (ἴδε ἐν λ. [[μνημοσύνη]]), Σιμων. 149, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[ἀνάμνησις]], Πλάτ. Φίληβ. 34C, κτλ.· καθ’ ὅσον τὸ μὲν πρῶτον [[εἶναι]] [[δύναμις]] ἀφ’ ἑαυτῆς ἐνεργοῦσα καὶ κοινὴ εἴς τε τὸν ἄνθρωπον καὶ ἄλλα ζῷα, τὸ δεύτερον [[εἶναι]] [[ἐνέργεια]] τοῦ νοῦ καὶ τῆς βουλήσεως ἰδιάζουσα τῷ ἀνθρώπῳ, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 25, πρβλ. Trendelenb. π. Ψυχ. σ. 168· εἰπεῖν τι μνήμης ὕπο (ἢ ἄπο), ἀπὸ στήθους, Σοφ. Ο. Τ. 1131· ἐν μνήμῃ λαμβάνειν Πλάτ. Τίμ. 26Β· φυλάττειν τῇ μν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738C· εἰς μν. ἀναλαμβάνειν [[αὐτόθι]] 864Β· ἐφ’ ὅσον μν. ἀνθρώπων ἐφικνεῖται Ξεν. Κύρ. 5. 5, 3· ἐν μν. φέρειν Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 435· - πληθ., αἱ πολλαὶ μνῆμαι τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος μιᾶς ἐμπειρίας δύναμιν ἀποτελοῦσιν, πᾶσαι αἱ ἐνέργειαι τῆς μνήμης..., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 4: δυνάμεις τῆς μνήμης, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 6, 15. 3) = [[μνῆμα]], [[μνημεῖον]], μνῆμαι εἰς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον ἐγγεγραμμέναι Πλάτ. Νόμ. 741C· μνῆμαι ἐν μέτροις = ἐπιγραφαί, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9. ΙΙ. [[ἀνάμνησις]], [[σημείωσις]] πράγματός τινος, μνήμην ποιεῖσθαί τινος, Λατ. mentionem facere, Ἡρόδ. 1. 15, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μνήμην ἔχειν τινὸς [[αὐτόθι]] 14, κτλ., (ἀλλὰ καὶ = ἐνθυμεῖσθαί τι, ἴδε ἀνωτ. Ι)· μνήμην ἐπασκέειν, Λατ. rerum gestarum memoriam excolere, ὁ αὐτ. 2. 77· μέρη [[τιμῆς]] μνῆμαι ἐν μέτροις Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9. III. μν. [[βασίλειος]], τὰ βασιλικὰ ἀρχεῖα, Ἡρῳδιαν. 4. 8. - Πρβλ. [[μνημοσύνη]].
|lstext='''μνήμη''': ἡ, (√ ΜΝΑ, [[μνάομαι]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἐνθύμησις]], [[ἀνάμνησις]] προσώπ. ἢ πράγματος, ἀπολ. ἢ [[μετὰ]] γεν., πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 796· λείπεσθαι ἀθάνατον μν. (ἐξυπακ. [[ἑαυτοῦ]]) Ἡροδ. 4. 144· μν. ἔχειν τινὸς Σοφ. Ο. Τ. 1246, Ο. Κ. 509, κτλ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· 1110· μν. τίθεσθαί τινος, ἀναμιμνήσκεσθαι, Εὐρ. Φοίν. 1585· οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον μν. ἐποιοῦντο, τὰς ἀναμνήσεις αὐτῶν προσήρμοζον εἰς τὰ παθήματα αὐτῶν, Θουκ. 2. 54· μνήμην πεποίηκεν, [τὸν] κατέστησεν ἀξιομνημόνευτον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 4· - πληθ., μνῆμαι ἀγήρατοι Λυσ. 198. 8· κτλ. 2) τὸ μνημονικόν, ὡς [[δύναμις]] τοῦ νοῦ (ἴδε ἐν λ. [[μνημοσύνη]]), Σιμων. 149, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[ἀνάμνησις]], Πλάτ. Φίληβ. 34C, κτλ.· καθ’ ὅσον τὸ μὲν πρῶτον [[εἶναι]] [[δύναμις]] ἀφ’ ἑαυτῆς ἐνεργοῦσα καὶ κοινὴ εἴς τε τὸν ἄνθρωπον καὶ ἄλλα ζῷα, τὸ δεύτερον [[εἶναι]] [[ἐνέργεια]] τοῦ νοῦ καὶ τῆς βουλήσεως ἰδιάζουσα τῷ ἀνθρώπῳ, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 25, πρβλ. Trendelenb. π. Ψυχ. σ. 168· εἰπεῖν τι μνήμης ὕπο (ἢ ἄπο), ἀπὸ στήθους, Σοφ. Ο. Τ. 1131· ἐν μνήμῃ λαμβάνειν Πλάτ. Τίμ. 26Β· φυλάττειν τῇ μν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738C· εἰς μν. ἀναλαμβάνειν [[αὐτόθι]] 864Β· ἐφ’ ὅσον μν. ἀνθρώπων ἐφικνεῖται Ξεν. Κύρ. 5. 5, 3· ἐν μν. φέρειν Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 435· - πληθ., αἱ πολλαὶ μνῆμαι τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος μιᾶς ἐμπειρίας δύναμιν ἀποτελοῦσιν, πᾶσαι αἱ ἐνέργειαι τῆς μνήμης..., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 4: δυνάμεις τῆς μνήμης, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 6, 15. 3) = [[μνῆμα]], [[μνημεῖον]], μνῆμαι εἰς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον ἐγγεγραμμέναι Πλάτ. Νόμ. 741C· μνῆμαι ἐν μέτροις = ἐπιγραφαί, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9. ΙΙ. [[ἀνάμνησις]], [[σημείωσις]] πράγματός τινος, μνήμην ποιεῖσθαί τινος, Λατ. mentionem facere, Ἡρόδ. 1. 15, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μνήμην ἔχειν τινὸς [[αὐτόθι]] 14, κτλ., (ἀλλὰ καὶ = ἐνθυμεῖσθαί τι, ἴδε ἀνωτ. Ι)· μνήμην ἐπασκέειν, Λατ. rerum gestarum memoriam excolere, ὁ αὐτ. 2. 77· μέρη [[τιμῆς]] μνῆμαι ἐν μέτροις Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9. III. μν. [[βασίλειος]], τὰ βασιλικὰ ἀρχεῖα, Ἡρῳδιαν. 4. 8. - Πρβλ. [[μνημοσύνη]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> mémoire, souvenir :<br /><b>1</b> action de se souvenir;<br /><b>2</b> le souvenir lui-même, ce qui reste dans l’esprit : μνήμην ἔχειν τινός SOPH conserver <i>ou</i> rappeler le souvenir de qch ; μνήμην ποιεῖσθαι THC rappeler son souvenir, se rappeler ; μνήμην ποιεῖν ARSTT faire que qqn se souvienne;<br /><b>3</b> faculté de se souvenir, mémoire : [[εἰπεῖν]] μνήμης [[ὕπο]] SOPH dire de mémoire;<br /><b>II.</b> mention;<br /><b>III.</b> signe <i>ou</i> objet pour rappeler un souvenir, <i>particul.</i> prescription, précepte.<br />'''Étymologie:''' R. Μεν, Μνη, v. [[μιμνῄσκω]].
}}
}}