Anonymous

μόγις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόγῐς''': Ἐπίρρ., ([[μόγος]]) [[μετὰ]] κόπου καὶ πόνου, δηλ. [[μόλις]], [[μετὰ]] δυσκολίας, Ἰλ. Ι. 355, Ὀδ. Γ. 119, κτλ., Ἡρόδ. 1. 116, Λυσ. 166. 10· [[μόγις]] παρειποῦσ’ Αἰσχύλ. Πρ. 131, πρβλ. Πέρσ. 509· τὸν μαινόμενον, τὸν Κρῆτα, τὸν [[μόγις]] Ἀττικὸν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 6· μηθενὸς δεῖσθαι ἢ μ., ἢ [[μόλις]] τινός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 26· [[πάνυ]] μ. Πλάτ. Πρωτ. 360D· μ. πως ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 155Ε· - [[συχνάκις]] συνάπτεται [[μετὰ]] παρομοίου ἐπιρρήματος, [[μόγις]] καὶ βραδέως, [[μόγις]] καὶ κατ’ ὀλίγον, κτλ., «[[μόλις]] καὶ [[μετὰ]] βίας», Duker εἰς Θουκ. 7. 40, Dorv. εἰς Χαρίτ. σ. 345· βίᾳ καὶ μ. Πλάτ. Φαίδων 108Β. - Πρβλ. τὸ μεθ’ Ὅμ. [[μόλις]], καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165. [ῑ ἐν ἄρσει, Ἰλ. Χ. 412].
|lstext='''μόγῐς''': Ἐπίρρ., ([[μόγος]]) [[μετὰ]] κόπου καὶ πόνου, δηλ. [[μόλις]], [[μετὰ]] δυσκολίας, Ἰλ. Ι. 355, Ὀδ. Γ. 119, κτλ., Ἡρόδ. 1. 116, Λυσ. 166. 10· [[μόγις]] παρειποῦσ’ Αἰσχύλ. Πρ. 131, πρβλ. Πέρσ. 509· τὸν μαινόμενον, τὸν Κρῆτα, τὸν [[μόγις]] Ἀττικὸν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 6· μηθενὸς δεῖσθαι ἢ μ., ἢ [[μόλις]] τινός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 26· [[πάνυ]] μ. Πλάτ. Πρωτ. 360D· μ. πως ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 155Ε· - [[συχνάκις]] συνάπτεται [[μετὰ]] παρομοίου ἐπιρρήματος, [[μόγις]] καὶ βραδέως, [[μόγις]] καὶ κατ’ ὀλίγον, κτλ., «[[μόλις]] καὶ [[μετὰ]] βίας», Duker εἰς Θουκ. 7. 40, Dorv. εἰς Χαρίτ. σ. 345· βίᾳ καὶ μ. Πλάτ. Φαίδων 108Β. - Πρβλ. τὸ μεθ’ Ὅμ. [[μόλις]], καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165. [ῑ ἐν ἄρσει, Ἰλ. Χ. 412].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec peine.<br />'''Étymologie:''' [[μόγος]].
}}
}}