Anonymous

μετάδουπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάδουπος''': -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, [[ἀδιάφορος]], ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
|lstext='''μετάδουπος''': -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, [[ἀδιάφορος]], ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tombe au milieu de, intermédiaire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοῦπος]].
}}
}}