3,273,012
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐπὶ μισθῷ πράττων τι, Ἡρόδ. 3. 45· ἐπίκουροι Πλάτ. 419. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρετῶν, [[ὑπηρέτης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1152, Πλάτ. Νόμ. 918Β, κτλ.· [[συχν]]. ἐπὶ στρατιωτῶν, οἱ μισθοφόροι, Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 5. 6· ἐπὶ κατασκόπου ἢ πράκτορος ξένων, Δημ. 238. 21· μ. Φιλίππου ὁ αὐτ. ἐν 242. 25· καλὸς κἀγαθὸς καὶ [[δίκαιος]] μ. ἐκείνῳ ὁ αὐτ. ἐν 374. 25. | |lstext='''μισθωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐπὶ μισθῷ πράττων τι, Ἡρόδ. 3. 45· ἐπίκουροι Πλάτ. 419. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρετῶν, [[ὑπηρέτης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1152, Πλάτ. Νόμ. 918Β, κτλ.· [[συχν]]. ἐπὶ στρατιωτῶν, οἱ μισθοφόροι, Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 5. 6· ἐπὶ κατασκόπου ἢ πράκτορος ξένων, Δημ. 238. 21· μ. Φιλίππου ὁ αὐτ. ἐν 242. 25· καλὸς κἀγαθὸς καὶ [[δίκαιος]] μ. ἐκείνῳ ὁ αὐτ. ἐν 374. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> pris à gages, mercenaire ; <i>en parl. de maisons</i> pris à loyer, loué;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[μισθωτός]] :<br /><b>1</b> serviteur à gages;<br /><b>2</b> soldat mercenaire;<br /><b>3</b> agent salarié, espion.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]]. | |||
}} | }} |