Anonymous

μνήμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνήμων''': Δωρ. μνάρων, ὁ, ἡ, μνῆμον, τό, γεν. -ονος· ([[μνάομαι]], [[μιμνήσκω]])· - ὁ σκεπτόμενος, ἐνθυμούμενός τι, καὶ γὰρ [[μνήμων]] εἰμί, ἐνθυμοῦμαι [[καλῶς]], Ὀδ. Φ. 95· μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Αἰσχύλ. Πρ. 789· [[μετὰ]] γεν., ὁ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, προσέχων εἴς τι, φόρτου τε [[μνήμων]] Ὀδ. Θ. 163 (ὁ Wolf, Proleg. Ixxxix, δὲν ἔπρεπεν ἐκ ταύτης τῆς φράσεως νὰ συμπεράνῃ ὅτι οἱ καθ’ Ὅμηρον Ἕλληνες ἐνεπιστεύοντο μόνον εἰς τὴν μνήμην καὶ δὲν ἐγίνωσκον γραφήν· [[διότι]] ἡ [[φράσις]] αὕτη [[εἶναι]] ὁμοία τῷ: δαιτὸς μνήσασθαι, κτλ., πρβλ. [[μιμνήσκω]] Β), πρβλ. Ἰλ. Ψ. 361· κακῶν μνήμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 382· μνήμοσιν δέλτοις φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 789. 2) ὁ εἰς ἀεὶ ἐνθυμούμενός τι, ὁ μὴ λησμονῶν, Ἐρινύες Αἰσχύλ. Πρ. 516, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1360· [[μῆνις]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 155. 3) ὁ ἔχων καλὴν μνήμην, Ἀριστοφ. Νεφ. 414, 485, Πλάτ. Μένων 71C, Θεαίτ. 144Α. II. ἐνεργ., ὁ ἀναμιμνήσκων, ὑπομιμνήσκων· [[ὅθεν]], 1) [[σύμβουλος]], Εὐστ. 1697. 55. 2) παρὰ τοῖς Δωριεῦσι τῆς Σικελίας, ὁ μνάμων, = [[ἐπίσταθμος]] συμποσίου, Λατ. magister convivii, Πλούτ. 2. 612C: ἐν Λουκ. Συμπ. 3, Ἀνθ. Π. 11. 31, ἡ [[παροιμία]], [[μισέω]] μνάμονα συμπόταν, ἐπιδέχεται ἁπλουστέραν ἑρμηνείαν. 3) μνήμονες, ἀστικοὶ ὑπάλληλοι, ὡς τὸ γραμματεῖς, καλούμενοι [[οὕτως]] ὡς τηροῦντες τὴν μνήμην τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 7· ἐν Ἁλικαρνασσῷ, Newton Ἐπιγρ. Ἁλικαρν. ἀρ. 1· ἐν Κρήτῃ, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 54· πρβλ. [[ἱερομνήμων]]. III. Ἐπίρρ. μνημόνως, Αἰλ. π. Ζ. 13. 22.
|lstext='''μνήμων''': Δωρ. μνάρων, ὁ, ἡ, μνῆμον, τό, γεν. -ονος· ([[μνάομαι]], [[μιμνήσκω]])· - ὁ σκεπτόμενος, ἐνθυμούμενός τι, καὶ γὰρ [[μνήμων]] εἰμί, ἐνθυμοῦμαι [[καλῶς]], Ὀδ. Φ. 95· μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Αἰσχύλ. Πρ. 789· [[μετὰ]] γεν., ὁ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, προσέχων εἴς τι, φόρτου τε [[μνήμων]] Ὀδ. Θ. 163 (ὁ Wolf, Proleg. Ixxxix, δὲν ἔπρεπεν ἐκ ταύτης τῆς φράσεως νὰ συμπεράνῃ ὅτι οἱ καθ’ Ὅμηρον Ἕλληνες ἐνεπιστεύοντο μόνον εἰς τὴν μνήμην καὶ δὲν ἐγίνωσκον γραφήν· [[διότι]] ἡ [[φράσις]] αὕτη [[εἶναι]] ὁμοία τῷ: δαιτὸς μνήσασθαι, κτλ., πρβλ. [[μιμνήσκω]] Β), πρβλ. Ἰλ. Ψ. 361· κακῶν μνήμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 382· μνήμοσιν δέλτοις φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 789. 2) ὁ εἰς ἀεὶ ἐνθυμούμενός τι, ὁ μὴ λησμονῶν, Ἐρινύες Αἰσχύλ. Πρ. 516, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1360· [[μῆνις]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 155. 3) ὁ ἔχων καλὴν μνήμην, Ἀριστοφ. Νεφ. 414, 485, Πλάτ. Μένων 71C, Θεαίτ. 144Α. II. ἐνεργ., ὁ ἀναμιμνήσκων, ὑπομιμνήσκων· [[ὅθεν]], 1) [[σύμβουλος]], Εὐστ. 1697. 55. 2) παρὰ τοῖς Δωριεῦσι τῆς Σικελίας, ὁ μνάμων, = [[ἐπίσταθμος]] συμποσίου, Λατ. magister convivii, Πλούτ. 2. 612C: ἐν Λουκ. Συμπ. 3, Ἀνθ. Π. 11. 31, ἡ [[παροιμία]], [[μισέω]] μνάμονα συμπόταν, ἐπιδέχεται ἁπλουστέραν ἑρμηνείαν. 3) μνήμονες, ἀστικοὶ ὑπάλληλοι, ὡς τὸ γραμματεῖς, καλούμενοι [[οὕτως]] ὡς τηροῦντες τὴν μνήμην τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 7· ἐν Ἁλικαρνασσῷ, Newton Ἐπιγρ. Ἁλικαρν. ἀρ. 1· ἐν Κρήτῃ, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 54· πρβλ. [[ἱερομνήμων]]. III. Ἐπίρρ. μνημόνως, Αἰλ. π. Ζ. 13. 22.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui se souvient, qui conserve le souvenir de ; ὁ [[μνήμων]] <i>chez les Doriens de Sicile</i>, président d’un banquet ; <i>dans certaines cités</i> archiviste, secrétaire;<br /><b>2</b> qui a bonne mémoire.<br />'''Étymologie:''' [[μέμνημαι]].
}}
}}