Anonymous

μιμαίκυλον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐμαίκῠλον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κομάρου, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 4, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2· ἀλλὰ [[μεμαίκυλον]], ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 144· [[ὡσαύτως]] μεμαίκυλος, Παῦλ. Αἰγ. 247. 12 (ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[σειρά]])· μιμάκυλος, Ἡσύχ.
|lstext='''μῐμαίκῠλον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κομάρου, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 4, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2· ἀλλὰ [[μεμαίκυλον]], ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 144· [[ὡσαύτως]] μεμαίκυλος, Παῦλ. Αἰγ. 247. 12 (ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[σειρά]])· μιμάκυλος, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />arbouse, <i>fruit de l’arbousier</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG terme sans étym., prob. emprunté.
}}
}}