3,277,381
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιχᾰλίς''': -ίδος, ἡ, = [[μοιχάς]], Πρὸς Ρωμ. Ἐπιστ. ζ΄, 3. κτλ.· ὡς ἐπίθ., μοιχευομένη, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 39, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[μοιχεία]], Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 14. | |lstext='''μοιχᾰλίς''': -ίδος, ἡ, = [[μοιχάς]], Πρὸς Ρωμ. Ἐπιστ. ζ΄, 3. κτλ.· ὡς ἐπίθ., μοιχευομένη, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 39, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[μοιχεία]], Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> femme adultère;<br /><b>2</b> le crime d’adultère.<br />'''Étymologie:''' [[μοιχός]]. | |||
}} | }} |