Anonymous

μοιχαλίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιχᾰλίς''': -ίδος, ἡ, = [[μοιχάς]], Πρὸς Ρωμ. Ἐπιστ. ζ΄, 3. κτλ.· ὡς ἐπίθ., μοιχευομένη, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 39, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[μοιχεία]], Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 14.
|lstext='''μοιχᾰλίς''': -ίδος, ἡ, = [[μοιχάς]], Πρὸς Ρωμ. Ἐπιστ. ζ΄, 3. κτλ.· ὡς ἐπίθ., μοιχευομένη, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 39, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[μοιχεία]], Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 14.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> femme adultère;<br /><b>2</b> le crime d’adultère.<br />'''Étymologie:''' [[μοιχός]].
}}
}}