Anonymous

μεταβολή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταβολή''': ἡ, τὸ μεταβάλλειν, [[ἀλλαγή]], ἱστίων Πινδ. Π. 4. 520· μεταβολαὶ ἱματίων Ξεν. Λακ. 2, 1. 2) [[ἀνταλλαγή]], [[ἐμπόριον]], [[πλεῖν]] ἐπὶ μεταβολῇ Θουκ. 6. 31. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ὡς καὶ νῦν, [[μετάβασις]] ἐκ μιᾶς καταστάσεως εἰς [[ἄλλην]], [[μετατροπή]], τῶν ὡρέων Ἡρόδ. 2. 77· τῆς τύχης Εὐρ. Ἀποσπ. 558· αἱ μ. [[κάτω]] τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι Πλάτ. Φίληβ. 43Β, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., μεταλλαγὴ ἔκ τινος πράγματος, μ. κακῶν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 735· σπανίως μεταλλαγὴ εἴς τι [[πρᾶγμα]], μ. ἀπραγμοσύνης Θουκ. 6. 18· ἀλλὰ τοῦτο [[καθόλου]] ἐκφέρεται διὰ προθέσεως, μ. ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Πλάτ. Πολ. 553D· ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον [[αὐτόθι]] 565D, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 735· ἐκ τοῦ [[εἶναι]] ἐπὶ τοῦ μὴ [[εἶναι]] Πλάτ. Παρμ. 162C· ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] μ. Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 23· [[οὕτως]], ἡ ἐναντία μ., ἡ εἰς τὸ [[ἐναντίον]], Θουκ. 2. 43· ἅμα τῇ μ. ἐς Ἕλληνας, εὐθὺς ὡς προσεχώρησαν εἰς τοὺς Ἕλληνας, Ἡρόδ. 1. 57· ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Πολύβ. 9. 26, 2· ― μεταβολὰς ἔχειν, ἐπιδέχεσθαι μεταβολάς, Εὐρ. Ἀποσπ. 553, Θουκ. 1. 2· μ. μεταβάλλειν Πλάτ. Πολ. 404Α, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 15· ― παροιμ., μ. πάντων γλυκὺ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 11, 20, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 1, Κωμ. Ἀνώνυμ. 327. 2) μ. τῆς ἡμέρης, [[ἔκλειψις]], Ἡρόδ. 1. 74· οὕτω, μ. ἡλίου Πλάτ. Πολιτικ. 271C. 3) μ. πολιτείας, μεταβολὴ πολιτεύματος, [[ἀνατροπή]], [[ἐπανάστασις]], Θουκ. 6. 17· [[οὕτως]] ἀπολ., Ἀντιφῶν 120. 12. 4) [[μετοίκησις]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 2. 5) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος ἡ μεταστροφὴ τοῦ μετώπου εἰς τὸ ἀντίθετον, οὖσα [[διπλῆ]] [[κλίσις]], Πολύβ. 18. 13, 4· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ ῥήτορος, Αἰσχίν. 29. 18· καὶ [[καθόλου]], τὸ [[ἀνάπαλιν]], Πολύβ. 18. 61, 7· ἐκ μεταβολῆς ὁ αὐτ. 1. 36, 8· [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίρρ., τἀνάπαλιν, [[αὐτόθι]] 61, 7, Διόδ. 13. 24). 6) [[μετάφρασις]], ἡ εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν μεταβολὴ Εὐσέβ. ΙΙΙ, 585D. 7) = [[μετάνοια]], Ὠριγέν. Ι, 988C.
|lstext='''μεταβολή''': ἡ, τὸ μεταβάλλειν, [[ἀλλαγή]], ἱστίων Πινδ. Π. 4. 520· μεταβολαὶ ἱματίων Ξεν. Λακ. 2, 1. 2) [[ἀνταλλαγή]], [[ἐμπόριον]], [[πλεῖν]] ἐπὶ μεταβολῇ Θουκ. 6. 31. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ὡς καὶ νῦν, [[μετάβασις]] ἐκ μιᾶς καταστάσεως εἰς [[ἄλλην]], [[μετατροπή]], τῶν ὡρέων Ἡρόδ. 2. 77· τῆς τύχης Εὐρ. Ἀποσπ. 558· αἱ μ. [[κάτω]] τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι Πλάτ. Φίληβ. 43Β, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., μεταλλαγὴ ἔκ τινος πράγματος, μ. κακῶν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 735· σπανίως μεταλλαγὴ εἴς τι [[πρᾶγμα]], μ. ἀπραγμοσύνης Θουκ. 6. 18· ἀλλὰ τοῦτο [[καθόλου]] ἐκφέρεται διὰ προθέσεως, μ. ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Πλάτ. Πολ. 553D· ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον [[αὐτόθι]] 565D, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 735· ἐκ τοῦ [[εἶναι]] ἐπὶ τοῦ μὴ [[εἶναι]] Πλάτ. Παρμ. 162C· ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] μ. Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 23· [[οὕτως]], ἡ ἐναντία μ., ἡ εἰς τὸ [[ἐναντίον]], Θουκ. 2. 43· ἅμα τῇ μ. ἐς Ἕλληνας, εὐθὺς ὡς προσεχώρησαν εἰς τοὺς Ἕλληνας, Ἡρόδ. 1. 57· ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Πολύβ. 9. 26, 2· ― μεταβολὰς ἔχειν, ἐπιδέχεσθαι μεταβολάς, Εὐρ. Ἀποσπ. 553, Θουκ. 1. 2· μ. μεταβάλλειν Πλάτ. Πολ. 404Α, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 15· ― παροιμ., μ. πάντων γλυκὺ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 11, 20, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 1, Κωμ. Ἀνώνυμ. 327. 2) μ. τῆς ἡμέρης, [[ἔκλειψις]], Ἡρόδ. 1. 74· οὕτω, μ. ἡλίου Πλάτ. Πολιτικ. 271C. 3) μ. πολιτείας, μεταβολὴ πολιτεύματος, [[ἀνατροπή]], [[ἐπανάστασις]], Θουκ. 6. 17· [[οὕτως]] ἀπολ., Ἀντιφῶν 120. 12. 4) [[μετοίκησις]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 2. 5) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος ἡ μεταστροφὴ τοῦ μετώπου εἰς τὸ ἀντίθετον, οὖσα [[διπλῆ]] [[κλίσις]], Πολύβ. 18. 13, 4· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ ῥήτορος, Αἰσχίν. 29. 18· καὶ [[καθόλου]], τὸ [[ἀνάπαλιν]], Πολύβ. 18. 61, 7· ἐκ μεταβολῆς ὁ αὐτ. 1. 36, 8· [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίρρ., τἀνάπαλιν, [[αὐτόθι]] 61, 7, Διόδ. 13. 24). 6) [[μετάφρασις]], ἡ εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν μεταβολὴ Εὐσέβ. ΙΙΙ, 585D. 7) = [[μετάνοια]], Ὠριγέν. Ι, 988C.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> changement : ἱματίων XÉN de vêtements;<br /><b>2</b> échange, trafic;<br /><b>II. 1</b> action de changer de parti, défection;<br /><b>2</b> action de changer, de se transformer, changement ; <i>en mauv. part</i> inconstance, mobilité.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]].
}}
}}