Anonymous

μετακινέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακῑνέω''': μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., [[ἀπέρχομαι]] ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4.
|lstext='''μετακῑνέω''': μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., [[ἀπέρχομαι]] ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> changer de place, déplacer, acc. ; <i>Pass.</i> se déplacer, <i>abs.</i> s’éloigner;<br /><b>2</b> changer, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κινέω]].
}}
}}