3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόξῠλος''': -ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνον ξύλου, ἐξ ἑνὸς κορμοῦ, πλοῖα μον., «μονόξυλα, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· [[ὡσαύτως]] μονόξυλα (ἐξυπ. πλοῖα) Ἱππ. π. Ἀερ. 290, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· μ. τράπεζαι Στράβ. 826. ΙΙ. κατεσκευασμένος μόνον ἐκ ξύλου, Πλάτ. Νόμ. 956Α ([[ἔνθα]] ἴδε Ast.)· πρβλ. [[μονόλιθος]], [[μονοσίδηρος]], [[μονοστόρθυγξ]]. | |lstext='''μονόξῠλος''': -ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνον ξύλου, ἐξ ἑνὸς κορμοῦ, πλοῖα μον., «μονόξυλα, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· [[ὡσαύτως]] μονόξυλα (ἐξυπ. πλοῖα) Ἱππ. π. Ἀερ. 290, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· μ. τράπεζαι Στράβ. 826. ΙΙ. κατεσκευασμένος μόνον ἐκ ξύλου, Πλάτ. Νόμ. 956Α ([[ἔνθα]] ἴδε Ast.)· πρβλ. [[μονόλιθος]], [[μονοσίδηρος]], [[μονοστόρθυγξ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />fait d’une seule pièce de bois.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ξύλον]]. | |||
}} | }} |